Τα παιδιά μαθαίνουν παίζοντας. Το παιχνίδι είναι η φυσική γλώσσα του παιδιού, είναι ο τρόπος να ανακαλύψει τον κόσμο, να δοκιμάσει και να αναγνωρίσει τις δυνατότητες του, να επικοινωνήσει με τους άλλους.Μέσα στο αυθόρμητο παιχνίδι τους, μπορεί να παρατηρήσει κανείς, πως το θέατρο, ή μάλλον καλύτερα η ανάγκη τους να εκφραστούν θεατρικά ,κατέχει εξέχουσα θέση. Θέλουν να μετασχηματίσουν την υπάρχουσα πραγματικότητα και να δημιουργήσουν μια νέα , δική τους.
Μπορούν να μεταμορφώσουν ένα συμβατικό αντικείμενο π.χ. μία καρέκλα, ένα κουτάλι κ.λπ. σε εκατοντάδες άλλα πράγματα,να του δώσουν κάθε φορά καινούργιο όνομα, νέα υπόσταση . Μπορούν έτσι να μεταφερθούν αυτόματα σε φανταστικούς χώρους, χώρους ανεξάντλητους, να παίξουν ιστορίες ,να δημιουργήσουν πρωτόγνωρους κόσμους και να υπάρξουν μέσα σ’ αυτούς.
Τα παιδιά μιμούνται και υιοθετούν ρόλους , αποδέχονται τη θεατρική σύμβαση με απόλυτη ελευθερία και συνέπεια, μπαίνουν μέσα στους θεατρικούς κανόνες με δική τους πρωτοβουλία. Θα λέγαμε πως υπηρετούν με πολλή πίστη τη θεατρική Τέχνη μέσα από την ανάγκη τους να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν. Και αυτό το κάνουν αυτοβούλως. Αυτή τους η επιθυμία πηγάζει από την ουσιαστική και βαθύτερη ανάγκη που έχουν να παίξουν. Τα παιδιά παίζουν θέατρο γιατί είναι ο τρόπος να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους. Είναι μία πολύ ενδόμυχη ανάγκη στην οποία ανταποκρίνονται αβίαστα. Παίζουν θέατρο, γιατί πολύ απλά ,θέλουν .
Έτσι ακριβώς γεννήθηκε και το θέατρο κάποτε. Γεννήθηκε αυθόρμητα και απολύτως φυσικά, μέσα από την ανάγκη που είχαν οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν μέσα από ένα ρόλο με ένα άλλο πρόσωπο , πνεύμα η θεό.
Το θέατρο είναι μία φυσική και αληθινή ανθρώπινη γλώσσα.